Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀρχὴ βουλευτική

См. также в других словарях:

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»